- στενοχωρία
- στενοχωρίᾱ , στενοχωρίαnarrowness of spacefem nom/voc/acc dualστενοχωρίᾱ , στενοχωρίαnarrowness of spacefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενοχώρια — στενοχώρια, η και στεναχώρια, η 1. δυσφορία, θλίψη: Δεν μπόρεσε να κρύψει τη στενοχώρια του. 2. δυσχέρεια: Βρίσκεται σε μεγάλες στενοχώριες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενοχώρια — η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [στενόχωρος] 1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία 2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα… … Dictionary of Greek
στενοχωρίᾳ — στενοχωρίαι , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίας — στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem acc pl στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίαι — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίαν — στενοχωρίᾱν , στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωριῶν — στενοχωρία narrowness of space fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίαις — στενοχωρία narrowness of space fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίη — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρίην — στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)